Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
P. ποικιλία, ἡ, P. and V. ποίκιλμα, τό. Met., P. ποικιλία, ἡ.