ποίκιλμα

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίκιλμα Medium diacritics: ποίκιλμα Low diacritics: ποίκιλμα Capitals: ΠΟΙΚΙΛΜΑ
Transliteration A: poíkilma Transliteration B: poikilma Transliteration C: poikilma Beta Code: poi/kilma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A broidered stuff, brocade, A.Ch.1013; ὑφάσμασι καὶ π. Arist.Mete.375a23.
2 embroidery, ὃς πέπλος κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν Il.6.294; ποικίλμασι κεκόσμηται [ἡ οἰκία] = with various ornaments, X. Oec.9.2; ὁ πέπλος μεστὸς τῶν… π. Pl.Euthphr.6c; τὰ π. καὶ τὰ ζωγραφήματα καὶ τὰ πλάσματα Id.Hp.Ma.298a; of the stars in heaven, Id.R.529c; οὐρανοῦ δέμας Χρόνου καλὸν π. CritiasFr.25.34D.
II generally, variety, diversity, Pl.Lg.747a, Ti.67a; τῶν ῥυθμῶν… παντοδαπὰ π. προσαρμόττοντας τοῖσι φθόγγοις τῆς λύρας Id.Lg.812e; τὰ ἐν διαίτῃ π. Epicur.Sent.Vat.69; τὸ παντοδαπὸν π. τῶν φαινομένων Phld.Sign.33.

German (Pape)

[Seite 649] τό, alles Buntgemachte, in Malerei, Stickerei oder Weberei, und diese Verzierungen selbst, bes. bunte, künstliche Weberei oder Stickerei, Il. 6, 289 Od. 15, 107. πολλὰς βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος, Aesch. Ch. 1008, Plat. Hipp. mai. 298 a verbindet ποικίλματα καὶ ζωγραφήματα καὶ πλάσματα; ὁ πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων, Euthyphr. 6 c; auch τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ποικίλματα, von den Sternbildern, Rep. VII, 529 c; übh. Mannichfaltigkeit, Verschiedenheit, Tim. 67 a u. Sp. wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 broderie;
2 τὰ ποικίλματα les ornements variés.
Étymologie: ποικίλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποίκιλμα -ατος, τό [ποικίλλω] borduursel:; κάλλιστος... ποικίλμασιν het fraaist door zijn borduursels Il. 6.294; ὁ πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων de mantel vol met dergelijke borduursels Plat. Euthyph. 6c; overdr.. ἀστέρων ποικίλματα de sterrenpracht Eur. Hel. 1096. verscheidenheid:. τῶν ῥυθμῶν... παντοδαπὰ ποικίλματα allerlei ritmische variaties Plat. Lg. 812e.

Russian (Dvoretsky)

ποίκιλμα: ατος τό
1 расшитая или узорчатая ткань (πολλαὶ βαφαὶ τοῦ ποικίλματος Aesch.);
2 узор, орнамент, роспись (τὰ ποικίλματα καὶ τὰ πλάσματα Plat.): ὁ πέπλος μεστὸς τῶν ποικιλμάτων Plat. богато расшитое платье; τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ποικίλματα Plat. узоры на небе, т. е. созвездия;
3 разнообразие, многообразие (τὰ τῶν ὀσμῶν ποικίλματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ποίκιλμα: τό, ὕφασμα κεντημένον, κέντημα, Αἰσχύλ. Χο. 1013˙ ὑφάσμασι καὶ π. Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 29. 2) ἔργον ποικίλον, κέντημα, ὃς πέπλος κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν Ἰλ. Ζ. 294, Ὀδ. Ο. 107˙ βαφὰς φθείρουσα τοῦ π. Αἰσχύλ. Χο. 1013˙ ποικίλμασι κεκόσμηται [ἡ οἰκία], διὰ πολλῶν κοσμημάτων, Ξεν. Οἰκ. 3. 2˙ ὁ πέπλος μεστὸς τῶν… π. Πλάτ. Εὐθύφρων 6C˙ τὰ π. καὶ τὰ ζωγραφήματα καὶ τὰ πλάσματα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 298 Α˙ ἐπὶ τῶν ἄστρων ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529C. ΙΙ. καθόλου, ποικιλία, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 747Α, Τίμ. 67 Α˙ τῶν ῥυθμῶν… παντοδαπὰ ποικίλματα προσαρμόττοντας τοῖσι φθόγγοις τῆς λύρας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 812Ε.

English (Autenrieth)

ατος (ποικίλλω): any variegated work, broidery, Il. 6.294 and Od. 15.107. (The cut represents a woman embroidering.)

Greek Monolingual

το, ΝΑ ποικίλλω
1. στολίδι, κόσμημα, πλουμίδιπέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν», Πλάτ.)
νεοελλ.
στον πληθ. τα ποικίλματα
μουσ. ελεύθεροι ή τυποποιημένοι τρόποι άρθρωσης του βασικού σκελετού μιας μελωδίας, που συμβολίζονται με μια γραφική παράσταση, αλλ. καλλωπισμοί ή μελίσματα ή φιοριτούρες
αρχ.
1. ύφασμα κεντημένο, κέντημα
2. διαφοροποίηση, ποικιλομορφία, ποικιλία.

Greek Monotonic

ποίκιλμα: τό,
I. 1. κεντημένο ύφασμα, χρυσοποίκιλτο κέντημα, σε Αισχύλ.
2. κεντητική εργασία, εργόχειρο, σε Όμηρ.
II. γενικά, ποικιλία, διαφορετικότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ποίκιλμα, ατος, τό, [from ποικίλλω
I. a broidered stuff, brocade, Aesch.
2. broidered work, broidery, Hom.
II. generally, a variety, diversity, Plat.

English (Woodhouse)

embroidery, needlework, carved work, needle-work, variegation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)