provocative
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. παροξυντικός, P. and V. πικρός.
provocative of (calling into play): P. παρακλητικός (gen.), ἐγερτικός (gen.).
P. παροξυντικός, P. and V. πικρός.
provocative of (calling into play): P. παρακλητικός (gen.), ἐγερτικός (gen.).