ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba
P. ἀδιάφθορος, ἀδιάφθαρτος.
pure: P. and V. καθαρός, ἀκήρατος (rare P.), ἀκέραιος; see pure.