villainy
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. πανουργία, ἡ, τὸ πανοῦργον, τὸ κακοῦργον, P. κακουργία, ἡ.
piece of villainy: P. κακούργημα, τό.
practise villainy, v.: P. and V. πανουργεῖν, Ar. and P. κακουργεῖν.