γοργόφθαλμος
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γοργόφθαλμος: ον,= γοργωπός, Σουίδ. ἐν λ. γοργῶπις.
Spanish (DGE)
-ον
de mirada terroríficade Atenea, Hdn.Epim.30, Sud.s.u. γοργῶπις, Zonar.p.447.
Greek Monolingual
γοργόφθαλμος, -ον (Α)
ο γοργωπός.