γυναικάνηρ

Revision as of 17:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ανδρος, ὁ,    A woman-man: dat. pl., γυναικάνδρεσσι Epich.218, cf. Eust.1132.32.

German (Pape)

[Seite 510] -ανδρος, weibischer Mann, Epicharm. bei Schol. Il. 8, 527 γυναικάνδρεσσι.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικάνηρ: ὁ, ἀνὴρ ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, γυναικώδης, θηλυδρίας, δοτ. πληθ. γυναικάνδρεσσι Ἐπίχ. 156 Ahr.

Spanish (DGE)

(γῠναικάνηρ) -άνδρος, ὁ

• Prosodia: [-ᾰ-]
andrógino, afeminado γυναικάνδρεσσι ποθεινοί Epich.181, cf. Eust.1132.32.

Greek Monolingual

γυναικάνηρ, ο (Α)
γυναικωτός, θηλυπρεπής.