θηλυδρίας
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
-ου, Ion. θηλυδρίης, εω, ὁ, effeminate person, Hdt.7.153, Ph. 1.262, Luc.DDeor.5.3, S.E.P.3.217 (pl.), Lib.Or.64.83 (pl.); of animals, Arist.HA631b17:—hence θηλυδριάω, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1207] ὁ, ion. θηλυδρίης (VLL. τεθηλυμμένος), verweichlicht, καὶ μαλακώτερος ἀνήρ Her. 7, 153, ὁ μαλθακός Luc. D. D. 5, 3, καὶ διακεκλασμένος Demon. 18; vgl. Arist. H. A. 9, 49 u. S. Emp. pyrrh. 3, 217.
French (Bailly abrégé)
adj. m.
efféminé.
Étymologie: θῆλυς, ὕδωρ.
Russian (Dvoretsky)
θηλυδρίας:
I ион. θηλυδρίης, ου adj. m женоподобный, изнеженный (ἀνήρ Her., Luc.; τῶν ὀρνίθων τινές Arst.).
ου ὁ скопец (ἡ μήτηρ τῶν θεῶν - sc. Κυβέλη - προσίεται τοὺς θηλυδρίας Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
θηλυδρίας: ου. Ἰων. θηλυδρίης, εω, ὁ, ἄνθρωπος θηλυπρεπής, γυναικώδης, γυναικοπρεπής, Ἡρόδ. 7. 153, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 5. 3· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 49, 3.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θηλυδρίας)
θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά πάσαν πιθανότητα < αμάρτυρο θηλύδριον, για το οποίο όμως οι γνώμες διίστανται. Κατά μία απόψη < θηλυ- + κατάλ. -δριον κατά το ανδρ-ίον, κακόσημο υποκορ. του ανήρ (πρβλ. νεοελλ. αντράκι). Κατ' άλλη άποψη, εμφανίζει ως β' συνθετικό –υδρίον < ύδωρ ή υδρία (πρβλ. ελκύδριον, σκιφύδριον). Η άποψη αυτή παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
ΠΑΡ. αρχ. θηλυδριώ, θηλυδριώδης, θηλυδριώτις].
Greek Monotonic
θηλυδρίας: -ου, Ιων. -ίης, -έωςὁ (θῆλυς), θηλυπρεπής, γυναικωτός, εκθηλυσμένος άνθρωπος, σε Ηρόδ., Λουκ.
Middle Liddell
θηλυδρίας, ου, θῆλυς
a womanish, effeminate person, Hdt., Luc.