θηλυδρίας Search Google

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυδρίας Medium diacritics: θηλυδρίας Low diacritics: θηλυδρίας Capitals: ΘΗΛΥΔΡΙΑΣ
Transliteration A: thēlydrías Transliteration B: thēlydrias Transliteration C: thilydrias Beta Code: qhludri/as

English (LSJ)

-ου, Ion. θηλυδρίης, εω, ὁ, effeminate person, Hdt.7.153, Ph. 1.262, Luc.DDeor.5.3, S.E.P.3.217 (pl.), Lib.Or.64.83 (pl.); of animals, Arist.HA631b17:—hence θηλυδριάω, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1207] ὁ, ion. θηλυδρίης (VLL. τεθηλυμμένος), verweichlicht, καὶ μαλακώτερος ἀνήρ Her. 7, 153, ὁ μαλθακός Luc. D. D. 5, 3, καὶ διακεκλασμένος Demon. 18; vgl. Arist. H. A. 9, 49 u. S. Emp. pyrrh. 3, 217.

French (Bailly abrégé)

adj. m.
efféminé.
Étymologie: θῆλυς, ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

θηλυδρίας:
I ион. θηλυδρίης, ου adj. m женоподобный, изнеженный (ἀνήρ Her., Luc.; τῶν ὀρνίθων τινές Arst.).
ου ὁ скопец (ἡ μήτηρ τῶν θεῶν - sc. Κυβέλη - προσίεται τοὺς θηλυδρίας Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

θηλυδρίας: ου. Ἰων. θηλυδρίης, εω, ὁ, ἄνθρωπος θηλυπρεπής, γυναικώδης, γυναικοπρεπής, Ἡρόδ. 7. 153, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 5. 3· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 49, 3.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θηλυδρίας)
θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά πάσαν πιθανότητα < αμάρτυρο θηλύδριον, για το οποίο όμως οι γνώμες διίστανται. Κατά μία απόψη < θηλυ- + κατάλ. -δριον κατά το ανδρ-ίον, κακόσημο υποκορ. του ανήρ (πρβλ. νεοελλ. αντράκι). Κατ' άλλη άποψη, εμφανίζει ως β' συνθετικό –υδρίον < ύδωρ ή υδρία (πρβλ. ελκύδριον, σκιφύδριον). Η άποψη αυτή παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
ΠΑΡ. αρχ. θηλυδριώ, θηλυδριώδης, θηλυδριώτις].

Greek Monotonic

θηλυδρίας: -ου, Ιων. -ίης, -έωςὁ (θῆλυς), θηλυπρεπής, γυναικωτός, εκθηλυσμένος άνθρωπος, σε Ηρόδ., Λουκ.

Middle Liddell

θηλυδρίας, ου, θῆλυς
a womanish, effeminate person, Hdt., Luc.

Translations