διαλακέω

Revision as of 18:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A crack asunder, burst, Ar.Nu.410, Hippiatr.130.121.

German (Pape)

[Seite 585] zerkrachen, Ar. Nubb. 410.

Greek (Liddell-Scott)

διαλᾱκέω: διαρρήγνυμαι (μετὰ κρότου) εἰς δύο, «σκάνω», Ἀριστοφ. Νεφ. 410.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
craquer, éclater.
Étymologie: διά, λακέω.

Greek Monotonic

διαλᾱκέω: μέλ. -ήσω, ραγίζω στα δύο, εκρήγνυμαι, σκάω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαλᾱκέω: лопаться, трескаться Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλακέω [διά, ληκέω] barsten.

Middle Liddell

fut. ήσω
to crack asunder, burst, Ar.