ραγίζω

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

(I)
και ραΐζω Ν
1. (αμτβ.) (ιδίως για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου χωρίς όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, υφίσταμαι ράγισμα, παθαίνω ρωγμή («και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. τραγούδι)
2. (μτβ.) διακόπτω την αρμογή ή τη συνοχή ενός πράγματος, προξενώ ράγισμα («ράγισες το βάζο έτσι που το χτύπησες»)
3. φρ. α) «ραγίζει [ή ραγίζεται] η καρδιά μου»
(με μτφ. σημ.) λυπάμαι πάρα πολύ, θλίβομαι, β) «ράγισε το γυαλί»
μτφ. κλονίστηκε η υγεία ή η πίστη κάποιου ανεπανόρθωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἐρράγησα (< γ' πληθ. του παθ. αορ. ἐρράγησαν του ῥήγνυμι) κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. μαίνομαι: ἐμάνησαν: ἐμάνησα: μανίζω, σήπομαι: ἐσάπησαν: ἐσάπησα: σαπίζω)].
(II)
ΜΑ [[ῥάξ, ῥαγός]]
συλλέγω ρώγες, ραγολογώ.

Mantoulidis Etymological

(=μαζεύω ρῶγες). Ἀπό τό ράξ ραγός (=ρώγα) τοῦ ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.