διαφαυλίζω
English (LSJ)
A hold cheap, depreciate, Pl.Lg.804b, Hierocl.p.59A., Lib.Decl.50.48.
German (Pape)
[Seite 609] schlecht machen, verachten, Plat. Legg VII, 804 b u. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διαφαυλίζω: μέλλ. -ίσω, θεωρῶ τι λίαν εὐτελές, εὐτελίζω Πλάτ. Νόμ. 804Β.
Spanish (DGE)
denigrar, despreciar τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος Pl.Lg.804b, τὰ ἔργα Plu.2.299c, τὰ δὲ τῶν ἄλλων Hierocl.Exc.59.22, τὰς τοῦ Διονυσίου τραγῳδίας Philostr.VS 500, cf. Lib.Decl.50.48.
Greek Monolingual
διαφαυλίζω (Α)
θεωρώ κάτι ευτελές, μηδαμινό, εξευτελίζω.
Russian (Dvoretsky)
διαφαυλίζω: принижать, презирать (τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος Plat.; δ. τι καὶ καταγελᾶν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-φαυλίζω kleineren.