διαφαυλίζω

Revision as of 18:49, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A hold cheap, depreciate, Pl.Lg.804b, Hierocl.p.59A., Lib.Decl.50.48.

German (Pape)

[Seite 609] schlecht machen, verachten, Plat. Legg VII, 804 b u. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διαφαυλίζω: μέλλ. -ίσω, θεωρῶ τι λίαν εὐτελές, εὐτελίζω Πλάτ. Νόμ. 804Β.

Spanish (DGE)

denigrar, despreciar τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος Pl.Lg.804b, τὰ ἔργα Plu.2.299c, τὰ δὲ τῶν ἄλλων Hierocl.Exc.59.22, τὰς τοῦ Διονυσίου τραγῳδίας Philostr.VS 500, cf. Lib.Decl.50.48.

Greek Monolingual

διαφαυλίζω (Α)
θεωρώ κάτι ευτελές, μηδαμινό, εξευτελίζω.

Russian (Dvoretsky)

διαφαυλίζω: принижать, презирать (τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος Plat.; δ. τι καὶ καταγελᾶν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-φαυλίζω kleineren.