δολιόμυθος
English (LSJ)
ον, A crafty of speech, prob. for δολό-, S.Tr.839 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δολιόμῡθος) -ον
aconsejado con perfidia φόνια δολιόμυθα κέντρα ref. a la ponzoña ideada por Neso, S.Tr.840.
Greek Monolingual
δολιόμυθος, -ον (Α)
ο δόλιος στα λόγια, απατηλός.
Russian (Dvoretsky)
δολιόμῡθος: говорящий хитрые речи, лукавый Soph.