Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
-ή, -ό (AM ἀπατηλός, -ή, -όν)1. πανούργος, δόλιος, ψεύτικος2. σφαλερός, λανθασμένος.