καθυπόκειμαι

Revision as of 22:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

strengthd. for ὑπόκ-,    A to be 'in being', 'in evidence', Artem.1.1.

German (Pape)

[Seite 1290] (s. κεῖμαι), = ὑπόκειμαι, Artemidor. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπόκειμαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπόκειμαι, Ἀρτεμίδ. ἐν Ὀνειρ. 1. 1.

Greek Monolingual

καθυπόκειμαι (Α)
επιτατ. του ὑπόκειμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπό-κειμαι «βρίσκομαι από κάτω»].