καρποφύλαξ

Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,    A watcher of fruit, AP6.22 (Zonas).

German (Pape)

[Seite 1329] ακος, ὁ, Fruchtwächter, Zon. 3 (VI, 22).

Greek (Liddell-Scott)

καρποφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς καρπούς, Ἀνθ. Π. 6. 22.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
qui garde les fruits, qui veille sur les fruits.
Étymologie: καρπός, φύλαξ.

Greek Monolingual

καρποφύλαξ, -κος, ὁ (Α)
ο φύλακας τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -φύλαξ (< φύλάξ < φυλάσσω), πρβλ. αρχειο-φύλαξ, θησαυρο-φύλαξ.

Greek Monotonic

καρποφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που προσέχει, φυλάει τους καρπούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

καρπο-φύ˘λαξ, ακος,
watcher of fruit, Anth.