λιγύκροτος

Revision as of 10:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A loud-rattling, gloss on λιγυρώτατον, Suid.; cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 43] laut rauschend, lärmend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύκροτος: -ον, ἠχηρῶς κροτῶν, Σουΐδ.

Greek Monolingual

λιγύκροτος και λιγύκορτος, -ον (Α)
αυτός που κάνει δυνατό κρότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + κρότος. Ο τ. λιγύκορτος από μετάθεση φθόγγων].