μονόδερμος

Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A gloss on μονόλοπος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 202] einhäutig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονόδερμος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον δέρμα, χιτῶνα, Ἡσύχ. ἐν μονόλοπα.

Greek Monolingual

μονόδερμος, -ον (Α)
(για καρπούς) αυτός που έχει ένα μόνο δέρμα, ένα περικάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -δερμος (< δέρμα)].