μονόδερμος
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
μονόδερμον, gloss on μονόλοπος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 202] einhäutig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μονόδερμος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον δέρμα, χιτῶνα, Ἡσύχ. ἐν μονόλοπα.
Greek Monolingual
μονόδερμος, -ον (Α)
(για καρπούς) αυτός που έχει ένα μόνο δέρμα, ένα περικάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -δερμος (< δέρμα)].