ξυλόκοκκον

Revision as of 14:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = κεράτιον II, Aët.9.32.

Greek Monolingual

ξυλόκοκκον, τὸ (Α)
πολύ μικρή μονάδα βάρους, το κεράτιον, σημερ. καράτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κόκκος «είδος μέτρου»].