οἰστροπλάνεια

Revision as of 14:03, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[πλᾰ], ἡ,    A causing the wanderings of madness, epith. of Hecate, PMag.Par.1.2868.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροπλάνεια: ἐπίθετ. Σελήνης, Ὕμν. ἐκδ. ὑπὸ Miller ἐν Mél. de litter gr. σ. 455.

Spanish

que empuja a la locura

Greek Monolingual

οἰστροπλάνεια, ἡ (Α)
(για την Εκάτη) αυτή που προκαλεί περιπλανήσεις οι οποίες οφείλονται σε παραφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλανῶμαι].