πεντεβάλανος

Revision as of 16:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[βᾰ], ον,    A with five wards, κλειδίον IG22.1533.27 (iv B.C.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πέντε βαλάνους, δηλ. πέντε καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν μέσα από την οπή του ξύλινου μοχλού, της αμπάρας της θύρας, και τον στερεώνουν στην παραστάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + βάλανος (πρβλ. μονο-βάλανος)].