προπαράκειμαι

Revision as of 19:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A exist already, BGU243.14 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

προπαράκειμαι: Παθ., παράκειμαι ἐκ τῶν προτέρων, Δίων Κ. 49. 18.

Greek Monolingual

Α παράκειμαι
από πριν είμαι κοντά σε κάτι.