προσκαινουργέω
English (LSJ)
A work some new thing, πολλά J.AJ17.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαινουργέω: ἐργάζομαι νέον τι κακόν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 11, 2.
A work some new thing, πολλά J.AJ17.11.2.
προσκαινουργέω: ἐργάζομαι νέον τι κακόν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 11, 2.