πυροπώλης

Revision as of 21:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A wheat-merchant, corn-merchant, Poll. 7.18.

German (Pape)

[Seite 824] ὁ, Weizenverkäufer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῡροπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς σίτου, σιτέμπορος, Πολυδ. Ζ´, 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de blé.
Étymologie: πυρός, πωλέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πωλητής σιτηρών, σιτέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. προβατο-πώλης.

Greek Monotonic

πῡροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), πωλητής σιταριού, σιτέμπορος.

Middle Liddell

πῡρο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a wheat-merchant.