στεατοκήλη

Revision as of 22:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A sebaceous formation in the scrotum, Gal.14.780.

Greek (Liddell-Scott)

στεᾱτοκήλη: ἡ, στεατώδης τις σχηματισμὸς κατὰ τὸν σάκκον τῶν ὄρχεων, Γαλην.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
στεάτωμα
αρχ.
λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη του οσχέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο-κήλη)].