σφηκωνεύς

Revision as of 08:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

έως, ὁ,    A = σφηκίον 1, Arist. l.c. (s. v.l.).

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
(πιθ. γρφ. στον Αριστοτ.) κυψελίδιο στη φωλιά τών σφηκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφηκών + επίθημα -εύς].