ταὐτώνυμος

Revision as of 08:41, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (ὄνομα)    A of the same name, Speus. ap. Simp. in Cat. 38.20.

German (Pape)

[Seite 1075] desselben Namens, gleichnamig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, Καισάριος 1025.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταὐτώνυμος, -ον, ΝΜΑ
1. ομώνυμος
2. συνώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ομ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].