A v. τρέπω.
τρᾰπῆναι: ἴδε τρέπω.
inf. ao.2 Pass. de τρέπω.
τρᾰπῆναι: απαρ. Παθ. αορ. βʹ του τρέπω.
τρᾰπῆναι: inf. aor. 2 pass. к τρέπω.