φαλαγγιόδηκτος
English (LSJ)
ον, A bitten by a venomous spider, Dsc.4.52, 115, Gal.14.180.
German (Pape)
[Seite 1252] von einer giftigen Spinne gebissen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγιόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ δηλητηριώδους φαλαγγίου, σφαλαγγουρίου, Διοσκ. 4. 52, 116.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που τον έχει δαγκώσει φαλάγγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό-δηκτος].