φαλάγγιον

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλάγγιον Medium diacritics: φαλάγγιον Low diacritics: φαλάγγιον Capitals: ΦΑΛΑΓΓΙΟΝ
Transliteration A: phalángion Transliteration B: phalangion Transliteration C: falaggion Beta Code: fala/ggion

English (LSJ)

τό, (φάλαγξ v) a kind of
A venomous spider, esp. Lathrodectus or malmignatte, Pl.Euthd.290a, X.Mem.1.3.12, Thphr. HP 8.10.1, Diocl.Fr.145; distinguished from ἀράχνιον, Arist.HA622b28, cf. 555b12.
II spider-wort, Lloydia graeca, a herb, said to cure this spider's bite, Dsc.3.108.
III log or roller put under a ship, Hsch., Eust.140.9, 469.20: written φᾰλαγγ-εῖον, EM786.45.

German (Pape)

[Seite 1252] τό, 1) eine Spinne, bes. eine giftige; Plat. Euthyd. 290 a; Xen. Mem. 1, 3,12; Dem. 25, 96, neben ἔχις genannt. – 2) ein Heilkraut, Phalangenkraut, das wider den Biß giftiger Spinnen helfen soll, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tarentule, araignée venimeuse, insecte.
Étymologie: dim. de φάλαγξ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλάγγιον: τό [demin. к φάλαγξ
1 ядовитый паук (фаланга или тарантул) Xen., Plat., Arst.;
2 паутина Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλάγγιον: τό, (φάλαγξ IV) εἶδος ἰοβόλου ἀράχνης, κοινῶς «σφαλάγγι», Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12· διαστέλλεται ἀπὸ τῶν ὁμοειδῶν ἀράχνης, ἀραχνίου, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 39, 1, κ. ἀλλ. 2) ὡς τὸ ἀράχνιον, τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης, αὐτόθι 5. 27, 5· ― ὁ Sundevall παρατηρεῖ ὅτι τὰ φαλάγγια δὲν ὑφαίνουσιν ἱστούς. ΙΙ. phalangium, βοτάνη τις, ἥτις, ὡς λέγεται, θεραπεύει τοῦ φαλαγγίου τὸ δῆγμα, Διόσκ. 3. 122· καὶ φαλαγγίτιον, αὐτόθι. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, στρογγύλον ξύλον τιθέμενον ὑπὸ τὸ πλοῖον πρὸς μετακίνησιν αὐτοῦ (ἐπὶ τῆς ξηρᾶς), Εὐστ. 140. 9., 469. 15, «φαλάγγια· στρογγύλα ξύλα καὶ σύμμετρα. Ἀττικοὶ δὲ κόρακας» Ἡσύχ., καὶ οἱ κόρακες δὲ παρ’ Ἀττικοῖς φαλάγγια» Ἐτυμ. Μεγ. σ. 886, 50.

Greek Monotonic

φαλάγγιον: τό, = φάλαγξ III, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

φᾰλάγγιον, ου, τό, = φάλαγξ III, Plat., Xen.]

English (Woodhouse)

venomous spider

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)