φιλόφθονος
English (LSJ)
ον, A given to envy, ἔστι τινὰ τῶν ἀνθρωπίων φ. καὶ μικρόσοφα D.S.26.1; τὸ φ. Plu.2 91b.
German (Pape)
[Seite 1288] neidsüchtig, Plut. cap. ex host. util. p. 282.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόφθονος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν φθόνον, φθονερός, Διοδ. Ἐκλογ. 513. 60· τὸ φιλόφθονον Πλούτ. 2. 91Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
envieux ; τὸ φιλόφθονον jalousie, envie.
Étymologie: φίλος, φθόνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. φθονερός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόφθονον
η φιλοφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φθόνος (πρβλ. βαρύ-φθονος)].
Russian (Dvoretsky)
φιλόφθονος: завистливый Diod.