χαμαιμηλέλαιον
English (LSJ)
τό, A camomile-oil, Alex.Trall.1.10.
Greek (Liddell-Scott)
χαμαιμηλέλαιον: τό, ἔλαιον χαμαιμήλων, Ἀλέξανδρ. Τραλλ. 1. 28.
τό, A camomile-oil, Alex.Trall.1.10.
χαμαιμηλέλαιον: τό, ἔλαιον χαμαιμήλων, Ἀλέξανδρ. Τραλλ. 1. 28.