χρησμολάλος

Revision as of 10:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A = χρησμολόγος, τρίποδες Orac. in App.Anth. 6.82.10.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμολάλος: -ον, = χρησμολόγος, Χρησμ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 123D.

Greek Monolingual

-ον, Α
χρησμολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].