ἀμμώδης
English (LSJ)
ες, A sandy, gravelly, Arist.HA547b14, 569a29, Thphr. CP2.4.1, D.S.17.50, etc.; οὖρον Hp.Coac.478.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλήρης ἄμμου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 15, 14., 6.15, 4.
Spanish (DGE)
-ες
1 arenoso γῆ Arist.HA 569a29, Thphr.CP 2.4.1, Hero Geom.23.68 (p.414.23), Λιβύη Plb.12.3.2, χῶρος Aristid.2.349, μέρο[υς τῶν] ἀρουρῶν PMasp.118.36 (VI a.C.), ἀνάβασις ἀ. ἐν ποσὶν πρεσβυτέρου cuesta arenosa e.d. difícil, trabajosa para los pies de un viejo LXX Si.25.20
•subst. ἡ ... χώρα περιέχεται ὑπὸ ἐρήμου καὶ ἀνύδρου τῆς ἀμμώδους la región está rodeada por un arenal desierto y sin agua D.S.17.50, pero ἐν τοῖς ἀμμώδεσι en la arena, en fondos arenosos Arist.HA 547b14.
2 granuloso, como arena ἀπὸ τῶν δένδρων τὸ μέλι ... οὐχ οὕτω δὲ στερεόν, ἀλλ' ὡσανεὶ ἀμμῶδες Arist.Mir.831b30.
3 con arenillas τούτοισιν ἀμμῶδες οὖρον γίνεται Hp.Coac.478.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀμμώδης)
1. ο γεμάτος άμμο
2. αυτός που περιέχει άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + παραγ. κατάλ. -ώδης].