ἀνάριστος

Revision as of 12:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = ἀναρίστητος, Id.VM11, Plb.3.72.3; dinnerless, X.An.1.10.19. Theoc.15.147.

German (Pape)

[Seite 205] = ἀναρίστητος, Xen. neben ἄδειπνοι An. 1, 10, 19; Ggstz ἠριστηκώς Hell. 4, 5, 8 u. öfter; Pol. 3, 71; Theocr. 15, 147.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάριστος: -ον, ἀναρίστητος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 19, κτλ.· ἴδε ἐν λ. ἀκράτιστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a pas dîné.
Étymologie: ἀ, ἄριστον.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀνήρ- Hsch.; ἀνέρ- Hsch.s.u. ἀνήριστα

• Prosodia: [-ᾱ-]
que no ha almorzado ἄδειπνοι ἦσαν ..., ἦσαν δὲ καὶ ἀνάριστοι X.An.1.10.19, cf. Hp.VM 11, Theoc.15.147, Men.Fr.821, Plb.3.72.3, Plu.2.127e, Gal.15.562, Hsch.

Greek Monolingual

ἀνάριστος, -ον (Α)
ο απρογευμάτιστος, αγευμάτιστος, νηστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άριστον «πρωινό».
ΠΑΡ. αρχ. αναριστία, αναριστώ].

Russian (Dvoretsky)

ἀνάριστος: (ᾱρ) не (по)завтракавший, натощак Xen., Theocr., Polyb., Plut.