ἀναξήρανσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A drying up, Thphr.HP3.1.2.
German (Pape)
[Seite 200] ἡ, das Austrocknen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξήρανσις: -εως, ἡ, ἀποξήρανσις, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 1, 2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
desecación τῷ ὑστέρῳ ἔτει μετὰ τὴν ἀ. ἐνταῦθα αὖθις ἀναφῦναί φασιν ἰτέαν Thphr.HP 3.1.2.