ἀνισοσκελής

Revision as of 13:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A with uneven legs, Sch.D.P.175; with tails of unequal length, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.63 tit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσοσκελής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 175.

Spanish (DGE)

-ές
1 que tiene extremos desigualesde un vendaje, Heliod. en Orib.48.63 tít.
2 geom. escaleno de un triángulo, Papp.106.14, Hero Metr.10.15
de un trapezoide que tiene lados desiguales Sch.D.P.175.

Greek Monolingual

(ούς,) -ές (Α ἀνισοσκελής)
αυτός που έχει άνισα σκέλη
νεοελλ.
φρ.
1. «ανισοσκελές τρίγωνο» — τρίγωνο του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο μήκος
2. «ανισοσκελής προϋπολογισμός» — εκείνος ο οποίος δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα.