προϋπολογισμός
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ο υπολογισμός εκ τών προτέρων
2. η προβλεπόμενη δαπάνη για κάποιο έργο
3. (οικον.) η αριθμητική έκφραση του οικονομικού προγράμματος μιας οικονομικής μονάδας, λ.χ. μιας οικογένειας, μιας επιχείρησης, ενός κράτους, ο προσδιορισμός τών εσόδων και εξόδων που εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθούν στο υπό εξέταση μελλοντικό διάστημα, λ.χ. μήνα, έτος, πενταετία κ. ο. κ.
4. φρ. α) «ελαστικός προϋπολογισμός» — η επικρατέστερη μορφή προϋπολογισμού, που αναλύει μια οποιαδήποτε έμμεση δαπάνη σε σταθερό και μεταβλητό μέρος και οι μεταβλητές δαπάνες μετατρέπονται σε αναλογικές κι έτσι μπορεί να προσδιοριστεί εύκολα το συνολικό ποσό μιας έμμεσης μεταβλητής δαπάνης σε οποιοδήποτε προγραμματιζόμενο επίπεδο παραγωγής ή απασχόλησης
β) «ελλειματικός προϋπολογισμός» — πρακτική, κατά την οποία οι κυβερνήσεις δαπανούν περισσότερα από όσα εισπράττουν από έσοδα, αν και τα δημοσιονομικά ελλείματα ενδέχεται να προκαλούνται από ποικίλους παράγοντες
γ) «οικογενειακός προϋπολογισμός» — ο προϋπολογισμός που καταρτίζουν οι οικογένειες για τη διαχείριση τών οικονομικών τους πόρων προς ικανοποίηση τών οικογενειακών αναγκών
δ) «προϋπολογισμός του κράτους» — θεμελιώδης νόμος του κράτους ο οποίος προσδιορίζει τα έσοδα και τα έξοδα που εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθούν στην επόμενη δημοσιονομική χρήση
ε) «έτος προϋπολογισμού» — οικονομικό έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + υπολογισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].