ἀριστευτικός

Revision as of 15:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A of, belonging to valiant deeds, Max.Tyr.29.1, Plu.2.319b.

German (Pape)

[Seite 352] sich auszeichnend, wacker, tapfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀριστεύων, ἢ ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἄριστον, ὁ ἐπιτήδειος δι’ ἔξοχα κατορθώματα, Μάξ. Τύρ. 21. 1, Πλούτ. 2. 319B.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habitué à l’emporter sur les autres, à se distinguer par de hauts faits.
Étymologie: ἀριστεύω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν relativo a hechos heroicos Τύχη Plu.2.319b.

Greek Monolingual

ἀριστευτικός, -ή, -όν (Α) αριστεύω
ο ικανός για έξοχα κατορθώματα.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστευτικός: доблестный, славный (τύχη Plut.).