ἀστερώδης
English (LSJ)
ες, A = ἀστεροειδής, Ποταμός Sch.Arat.355.
German (Pape)
[Seite 375] ες, = ἀστεροειδής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερώδης: -ες, = ἀστεροειδής, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 47.
Spanish (DGE)
-ες estrellado ποταμός Sch.Arat.355.
Greek Monolingual
ἀστερώδης, -ες (Α)
ο αστεροειδής.