ἐκπροκρίνω
English (LSJ)
[ῑ], A choose out, πόλεος ἐκπροκριθεῖσα E.Ph.214 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 777] herauswählen u. vorziehen, πόλιος ἐκπροκριθεῖσα Eur. Phoen. 214.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροκρίνω: ἐκλέγω, προκρίνω, πόλεως ἐκπροκριθεῖσα Εὐρ. Φοίν. 214.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
escoger en v. pas. πόλεος ἐκπροκριθεῖσ' ἐμᾶς escogida en mi ciudad E.Ph.214.
Greek Monolingual
ἐκπροκρίνω (Α)
επιλέγω, προκρίνω.
Greek Monotonic
ἐκπροκρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ, πόλεος ἐκπροκριθεῖσα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπροκρίνω: (ῑ) избирать, выбирать: πόλεος ἐκπροκριθεῖσα καλλιστεύματα Λοξίᾳ Eur. избранная из (всего) города в качестве лучшего дара Локсию, т. е. Аполлону.
Middle Liddell
fut. -κρῐνῶ
to choose out, πόλεος ἐκπροκριθεῖσα Eur.