ἐμφοιτάω

Revision as of 18:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A invade: metaph., κόλλυβός τις ἐμπεφοίτηκεν εἰς [τὴν ἀγοράν] OGI515.50 (Mylasa).

German (Pape)

[Seite 820] hineingehen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφοιτάω: εἰσβάλλω, ἐπέρχομαι, ὁ Ρωμαίων στρατηγὸς ἐπὶ τῇ Ἀρζανητῇ χώρᾳ οἷά τι λαῖλαψ... ἐνεφοίτησε Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 2, 7, σ. 39D.

Spanish (DGE)

penetrar, introducirse en c. dat. πῶς ... πνεῦμα θεῖον δύναται ἐμφοιτῆσαι τῇ αἰσθήσει; Pall.Gent.Ind.2.45, c. εἰς: κόλλυβός τις ἐνπεφοίτηκεν εἰς τὴν ἀγοράν IMylasa 605.50 (III d.C.).