ἐμφοιτάω

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφοιτάω Medium diacritics: ἐμφοιτάω Low diacritics: εμφοιτάω Capitals: ΕΜΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: emphoitáō Transliteration B: emphoitaō Transliteration C: emfoitao Beta Code: e)mfoita/w

English (LSJ)

invade: metaph., κόλλυβός τις ἐμπεφοίτηκεν εἰς [τὴν ἀγοράν] OGI515.50 (Mylasa).

Spanish (DGE)

penetrar, introducirse en c. dat. πῶς ... πνεῦμα θεῖον δύναται ἐμφοιτῆσαι τῇ αἰσθήσει; Pall.Gent.Ind.2.45, c. εἰς: κόλλυβός τις ἐνπεφοίτηκεν εἰς τὴν ἀγοράν IMylasa 605.50 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 820] hineingehen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφοιτάω: εἰσβάλλω, ἐπέρχομαι, ὁ Ρωμαίων στρατηγὸς ἐπὶ τῇ Ἀρζανητῇ χώρᾳ οἷά τι λαῖλαψ... ἐνεφοίτησε Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 2, 7, σ. 39D.