ἐπαποπνίγω

Revision as of 19:08, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ],    A choke besides:—Pass., aor. 2 ἐπαποπνῐγείης may you be choked besides, Ar.Eq.940 (Elmsl. for ἀποπν-).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαποπνίγω: ῑ, ἀποπνίγω ἐπί τινι. - Παθ. ἀόρ. β΄, ἐσθίων ἐπαποπνῐγείης, εἴθε ν’ ἀποπνιγῆς ἐν τῷ ἐσθίειν, ἐνῷ τρώγεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 940 (κατὰ διόρθ. Elmsl. ἀντὶ ἀποπνι-).

Greek Monolingual

ἐπαποπνίγω (Α)
1. πνίγω επί πλέον, πνίγω για κάτι
2. μέσ. ἐπαποπνίγομαι
πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» — είθε να πνιγείς τρώγοντας).

Greek Monotonic

ἐπαποπνίγω: [ῑ], πνίγω εκτός των άλλων — Παθ., ευκτ. αορ. βʹ, ἐπαποπνῐγείης, μακάρι και να πνιγείς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to choke besides:—Pass. aor2 opt., ἐπαποπνῐγείης, may you be choked besides, Ar.