ἐπιλογιστέον
English (LSJ)
A one mustreckon, ὡς ... ὅτι . ., Plu.2.40b, S.E.M.8.322, Epicur.Ep.1p.25U., al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλογιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιλογίζομαι, δεῖ ἐπιλογίζεσθαι, Πλούτ. 2. 40Β.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἐπιλογίζομαι.