ἑκατοντακάρηνος

Revision as of 22:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Dor. -ᾱνος [κᾰ], ον,    A hundred-headed, Pi. P.1.16.

German (Pape)

[Seite 752] hundertköpfig; Aesch. Prom. 353; Pind. P. 1, 16, in dor. Form -κάρανος, Τυφώς.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτοντακάρηνος: Δωρ. -ᾱνος, ον, ἔχων ἑκατὸν κεφαλάς, Πινδ. ΙΙ. 1. 31, Ἀποσπ. 93· ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 353 γράφεται νῦν ἑκατογκάρανον, ἴδε φιλολογικὰ Ποικίλα Κόντου ἐν Ἀθην. τ. Α΄, σ. 82.