ἑκατοντακάρηνος
From LSJ
English (LSJ)
Dor. ἑκατοντακάρανος [κᾰ], ον, hundred-headed, Pi. P.1.16.
German (Pape)
[Seite 752] hundertköpfig; Aesch. Prom. 353; Pind. P. 1, 16, in dor. Form -κάρανος, Τυφώς.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτοντακάρηνος: Δωρ. -ᾱνος, ον, ἔχων ἑκατὸν κεφαλάς, Πινδ. ΙΙ. 1. 31, Ἀποσπ. 93· ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 353 γράφεται νῦν ἑκατογκάρανον, ἴδε φιλολογικὰ Ποικίλα Κόντου ἐν Ἀθην. τ. Α΄, σ. 82.