ἡ, (ἱεράομαι) A priestess, Hsch.
[Seite 1262] ἡ, die Priesterinn, Hesych., ion. für ἱεράτειρα, von ἱεράομαι.
ἱρήτειρα: ἡ, (ἱεράομαι) ἱέρεια, Ἡσύχ.
ἱρήτειρα, ἡ (Α)(Ησύχ.) ιέρεια.