ὕβωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A condition of being humpbacked, Id.Mochl.36, al., Gal.18(1).77, Sch.Theoc.5.43.
Greek (Liddell-Scott)
ὕβωσις: -εως, ἡ, τὸ πρὸς τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς πάθος τῆς ῥάχεως, «κμπούριασμα», Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 616, κ. ἀλλ., Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 43.