ὠκυγένεθλος

Revision as of 09:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A quickly born or gendered, εἰς τόκον ὠκυγένεθλον Jo.Gaz.Ecphr.2.59.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠγένεθλος: -ον, ὁ ταχέως γεννηθείς, Ἰω. Γαζαίου Ἔκφρ. 418, παρὰ Rutgers. Var. Lecit. 2, 7.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που γεννήθηκε γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -γένεθλος (< γένεθλον, πρβλ. πρεσβυ-γένεθλος].